στασιωτικόν

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιωτικόν: τό мятежность: κατὰ τὸ σ. Thuc. бунтовщически, мятежно.