συνεστίη
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek (Liddell-Scott)
συνεστίη: ἴδε συνεστώ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. συνεστίαση.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. συνεστίαση.
Russian (Dvoretsky)
συνεστίη: ἡ (общее) пиршество Her.