ὁμοέστιος
English (LSJ)
ον,
A v. ὁμέστιος.
German (Pape)
[Seite 334] Heerd-, d. i. Hausgenosse; Plut. Svmp. 7, 4, 5; Pol. 2, 57, 7 v. l. für ὁμέστιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοέστιος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. ὁμέστιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui occupe le même foyer, la même maison.
Étymologie: ὁμός, ἑστία.
Greek Monolingual
ὁμοέστιος, -ον (Α)
βλ. ομέστιος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοέστιος: Polyb., Plut. = ὁμέστιος.