ἀνδριαντοποιητική
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
German (Pape)
[Seite 217] Bildhauerkunst, Arist. part. an. 1, 1 (p. 640, 30).
Russian (Dvoretsky)
ἀνδριαντοποιητική: ἡ Arst. = ἀνδριαντοποιΐα.