δημοσία
From LSJ
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
βλ. δημόσιος.
δημοσία: дор. δᾱμοσία ἡ (sc. σκηνή) (у спартанцев) царская палатка: οἱ περὶ δαμοσίαν Xen. царские советники.