Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
η
βλ. δημόσιος.
δημόσια: I τά
1) общественная казна, государственные доходы Arph., Arst., Polyb.;
2) государственные дела (τὰ δ. πράττειν Plut.).
II adv. Arph. = δημοσίᾳ 2.