διατελευτάω

Revision as of 18:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A bring to fulfilment, θεὸς διὰ πάντα τ. Il.19.90.

German (Pape)

[Seite 606] (ganz) vollenden, Il. 19, 90, in tmesi.

Greek (Liddell-Scott)

διατελευτάω: ἐκπληρῶ, φέρω εἰς πέρας, Ἰλ. Τ. 90, ἐν τμήσει.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
achever complètement.
Étymologie: διά, τελευτάω.

Spanish (DGE)

llevar a término, cumplir θεὸς διὰ πάντα τελευτᾷ Il.19.90 (tm.).

Greek Monotonic

διατελευτάω: μέλ. -ήσω, εκπληρώνω, οδηγώ προς ολοκλήρωση, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

διατελευτάω: in tmesi совершать Hom.