Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
v. λαμβάνω.
ἔλᾰβον: aor. 2 к λαμβάνω.