ἐλεόν
English (LSJ)
Adv.
A piteously, Hes.Op.205: Comp. -ώτερον Hsch.
German (Pape)
[Seite 795] τό, = Folgdm, Ar. Equ. 152. 169; VLL. adv., = ἐλεεινόν, jämmerlich, Hes. O. 207.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεόν: ἐπίρρ. ὡς τὸ ἐλεεινόν, οἰκτρῶς, «θλιβερά», μόνον ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 205.
French (Bailly abrégé)
1adv.
misérablement.
Étymologie: ἔλεος.
2οῦ (τό) :
c. ἔλεος.
Spanish (DGE)
• Morfología: [compar. ἐλεώτερον Hsch.]
adv. lastimeramente μύρετο Hes.Op.205, cf. Hsch.l.c. < ἐλεόν ἑλεόπολις > ἐλεόν, -οῦ, τό
tabla de despiece, trinchero Ar.Eq.152, 169, Ath.171b, Poll.6.90, cf. 1 ἐλεός.
Greek Monolingual
(I)
ἐλεόν (Α)
επίρρ. κατά τρόπο ελεεινό.———————— (II)
ἐλεόν, το (Α)
ο ελεός.
Greek Monotonic
ἐλεόν: επίρρ., όπως το ἐλεεινόν, ελεεινά, άθλια, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεόν: I ἔλεος I] adv. жалобно, жалостно (μύρεσθαι Hes.).
II τό Arph. = ἐλεός I.