ἐλεόν

Revision as of 19:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Adv.

   A piteously, Hes.Op.205: Comp. -ώτερον Hsch.

German (Pape)

[Seite 795] τό, = Folgdm, Ar. Equ. 152. 169; VLL. adv., = ἐλεεινόν, jämmerlich, Hes. O. 207.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεόν: ἐπίρρ. ὡς τὸ ἐλεεινόν, οἰκτρῶς, «θλιβερά», μόνον ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 205.

French (Bailly abrégé)

1adv.
misérablement.
Étymologie: ἔλεος.
2οῦ (τό) :
c. ἔλεος.

Spanish (DGE)

• Morfología: [compar. ἐλεώτερον Hsch.]
adv. lastimeramente μύρετο Hes.Op.205, cf. Hsch.l.c. < ἐλεόν ἑλεόπολις > ἐλεόν, -οῦ, τό
tabla de despiece, trinchero Ar.Eq.152, 169, Ath.171b, Poll.6.90, cf. 1 ἐλεός.

Greek Monolingual

(I)
ἐλεόν (Α)
επίρρ. κατά τρόπο ελεεινό.———————— (II)
ἐλεόν, το (Α)
ο ελεός.

Greek Monotonic

ἐλεόν: επίρρ., όπως το ἐλεεινόν, ελεεινά, άθλια, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεόν: I ἔλεος I] adv. жалобно, жалостно (μύρεσθαι Hes.).
II τό Arph. = ἐλεός I.