ελεός

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐλεός)
πτηνό της οικογένειας τών γλαυκιδών, γλαυξ η βραχύωτος, κλαψοπούλι
αρχ.
τραπέζι όπου ο μάγειρας κόβει το κρέας.