Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ελεός

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἐλεός)
πτηνό της οικογένειας τών γλαυκιδών, γλαυξ η βραχύωτος, κλαψοπούλι
αρχ.
τραπέζι όπου ο μάγειρας κόβει το κρέας.