ἐλαχιστότατος
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Russian (Dvoretsky)
ἐλαχιστότατος: Sext. superl. к ἐλάχιστος.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
ἐλαχιστότατος: Sext. superl. к ἐλάχιστος.