εὐδιάζομαι

From LSJ
Revision as of 21:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάζομαι: ἀποθ., = εὐδιάω, βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Πλάτ. Ἀξ. 370D· ― ἐνεργ., παρὰ τῷ Γρηγ. Νύσσ. τ. 1. σ. 508D.

Russian (Dvoretsky)

εὐδιάζομαι: наслаждаться покоем: βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Plat. жизнь, полная безмятежного покоя.