ἡνιοποιεῖον

Revision as of 21:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

τό,

   A saddler's shop, X.Mem.4.2.8.

German (Pape)

[Seite 1172] τό, Sattlerwerkstatt, Xen. Hem. 4, 2, 8. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοποιεῖον: τό, ἐργαστήριον χαλινῶν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
atelier de sellerie (propr. de bride).
Étymologie: ἡνία, ποιέω.

Greek Monolingual

ἡνιοποιεῑον, τὸ (Α) ηνιοποιός
εργαστήριο κατασκευής χαλινών.

Greek Monotonic

ἡνιοποιεῖον: τό (ποιέω), εργαστήριο παραγωγής χαλιναριών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοποιεῖον: τό шорная мастерская Xen.