ηνιοποιός
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Greek Monolingual
ἡνιοποιός, ὁ (Α)
ο κατασκευαστής χαλινών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. νομισματο-ποιός, υποδηματοποιός].