θαυματός

Revision as of 21:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ή, όν, poet. for θαυμαστός, Pi.O.1.28, P.10.30; esp. in Ep. phrase,

   A θ. ἔργα h.Merc.80, 440, h.Bacch.34, Hes.Sc.165. (θαυμτός fr. θαυμαίνω (θαυμṇ-yω) as ἀκήρατος fr. κηραίνω.)

German (Pape)

[Seite 1189] p. = θαυμαστός; H. h. Merc. 80. 440; Hes. Sc. 165; Pind. Ol. 1, 28 P. 10, 30.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ θαυμαστὸς (ὡς τὸ ὀνοτὸς ἀντὶ ὀνοστός), Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80, 440, εἰς Διόνυσον 34, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 165, Πινδ. Ο. 1. 43, Π. 10. 49.

English (Slater)

θαυματός, v. l. (O. 1.28), v. θαῦμα; coni. Er. Schmid. (P. 10.30), v. θαυμαστός.]

Greek Monolingual

θαυματός, -ή, -όν (Α) θαύμα
θαυμαστός.

Greek Monotonic

θαυμᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. αντί θαυμαστός, σε Ησίοδ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

θαυμᾰτός: Hom., Hes., Pind. = θαυμαστός.