Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θαυμαστός

From LSJ

τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμαστός Medium diacritics: θαυμαστός Low diacritics: θαυμαστός Capitals: ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: thaumastós Transliteration B: thaumastos Transliteration C: thavmastos Beta Code: qaumasto/s

English (LSJ)

Ion. θωμαστός, θαυμαστή, θαυμαστόν,
A wonderful, marvellous, first in neut. as adverb, θαυμαστὸν γανόωντα h.Cer.10; ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά Hdt. 1 Prooemia ; θαυμαστὸς καρπός Id.9.122; θαυμαστὸς λόχος γυναικῶν, of the Furies, A.Eu.46; οὐδὲν τούτων θαυμαστὸν ἐμοί S.Ph.191, etc.; ὃ πάντων θαυμαστότατον Pl.Smp. 220a; θαυμαστὸν πλέγμα, Medic., the rete mirabile, Gal.5.196: c. acc., θαυμαστὴ τὸ κάλλος Pl.Phd. 110c; πᾶσαν ἀρετήν Id.Lg.945e: c. gen., τῆς εὐσταθείας Plu.Publ.14; τῆς ἐπιεικείας Id.Per.39: c. dat., πλήθει Id.Caes.6; πλέοσι ἐσόμεθα θωμαστότεροι Hdt. 9.122; πρός τι Plu.2.980d: followed by an interrog., εἰ, etc., θαυμαστὸν ὅσον…, Lat. mirum quantum, Pl.Tht.150d, etc.; θαυμαστὸν ἡλίκον D.24.122; θαυμαστά γ', εἰ… X.Smp.4.3; οὐδὲν θαυμαστὸν, εἰ…, Pl.Phdr.279a, R.390a; οὐ δὴ θ., εἰ… D.2.23. Adv. θαυμαστῶς = wonderfully, marvellously, admirably, excellently, extraordinarily, wondrously, in an extraordinary way, in an amazing way Pl.Lg.633b; θαυμαστῶς ὡς σφόδρα Id.R.331a: neuter plural as adverb, Id.Smp.192b; θαυμαστὰ ὡς S.Fr.960, E.IA943.
II admirable, excellent, πατήρ, υἱός, ὄλβος, Pi.P.3.71,4.241, N.9.45; ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς... ἀλλ' εἴ τις βροτῶν θαυμαστός S.OC1665; iron., πράξας μὲν εὖ θ. ἂν γένοιτ' ἀνήρ A.Pers.212; strange, absurd, θ. καὶ γελοῖα Pl.Tht.154b; θαυμαστὰ δρῶντες ib.151a; θαυμαστὰ ἐργάζεται behaves in an extraordinary way, Id.Smp.213d, cf. θαυμάσιος III; θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς… X.Mem.2.7.13; ὦ θαυμαστέ Pl. Plt.265a; ὦ θαυμαστότατοι X.An.7.7.10.
III to be worshipped, οὐδείς μ' ἀρέσκει νυκτὶ θαυμαστὸς θεῶν E.Hipp.106.

German (Pape)

[Seite 1189] (vgl. θαυμάσιος), bewundert, wunderbar, bewundernswert; H. h. Cer. 10; oft bei Pind., πατήρ, υἱός, στρατός, ὄλβος, P. 3, 71. 4, 241. 2, 47 N. 9, 45; oft in Prosa, ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά Her. 1, 1, ἀ νὴρ θ. καὶ δεινός Plat. Rep. X, 596 c; auch ὦ θαυμαστέ, wie ὦ θαυμάσιε, Polit. 265 a; θαυμαστὸς τῆς εὐσταθείας, wegen, Plut. Popl. 14; – οὐδὲν θαυμαστόν ἐστι, es ist nicht zu verwundern, Dem. 11, 19; ὃ πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι, ὅτι Plat Symp. 220 a; θαυμαστὸν ποιεῖς, ὅς Xen. Mem. 2, 7, 13; θαυμαστὸν ὅσον, Wunder wie viel, mirum quantum, Plat. Theaet. 150 d; θαυμαστὸν ἡλίκον Dem. 24, 122; – mit folgdm εἰ, Xen. Symp. 4, 3. – Adv., z. B. θαυμαστῶς ὡς σφόδρα Plat. Rep. I, 331 a.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 étonnant, merveilleux, extraordinaire : θαυμαστὸν ποιεῖς ὅτι XÉN tu fais une chose étonnante en ce que ; θαυμαστὸς τὸ κάλλος PLAT merveilleux de beauté ; θαυμαστός τινος ou τινι ou πρός τι merveilleux en qch ; θαυμαστὸν εἰ XÉN il est étonnant que ; θαυμαστὸν ὅσον PLAT ou θαυμαστὰ ὡς EUR, θαυμαστὰ ὅσα PLAT, θαυμαστὸν ἡλίκον DÉM (lat. mirum quantum) étonnamment, merveilleusement;
2 admirable, excellent : ὦ θαυμαστέ PLAT admirable ami ; ὦ θαυμαστότατοι XÉN hommes très admirables;
3 en mauv. part θαυμαστὰ καὶ γελοῖα PLAT choses étranges et risibles;
Cp. θαυμαστότερος, Sp. θαυμαστότατος.
Étymologie: θαυμάζω.

Russian (Dvoretsky)

θαυμαστός: ион. θωϋμαστός и θωμαστός 3
1 достойный удивления, удивительный, изумительный, замечательный (ἔργα Her., NT; στρατός Pind.; ἀνήρ Plat.; σημεῖον NT): θ. τό κάλλος Plat. замечательно красивый; θ. ὁ ἀνὴρ τῆς εὐσταθείας Plut. человек с удивительным самообладанием;
2 удивительный, странный, непонятный: οὐδὲν τούτων θαυμαστὸν ἐμοί Soph. ничто из этого меня не удивляет; θαυμαστὸν ποιεῖς Xen. странно ты поступаешь;
3 нелепый (θαυμαστὰ καὶ γελοῖα Plat.): ὦ θαυμαστέ! ирон.-ласк. Plat. ах ты чудак!

Greek (Liddell-Scott)

θαυμαστός: Ἰων. θωυμ- ἢ μᾶλλον θωμ- (ἴδε θαῦμα), ή, όν: - θαυμάσιος, ἄξιος θαυμασμοῦ, ἔκτακτος, ἀσυνήθης, πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 10, Ἡρόδ., κτλ. (ἴδε θαυμάσιος)· ἔργα μεγάλα καὶ θωυμαστὰ Ἡρόδ. 1. 1· καρπὸς ὁ αὐτ. 9. 122· θ. λόγος γυναικῶν, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 46· οὐδὲν τούτων θαυμαστὸν ἐμοὶ Σοφ. Φ. 191, κτλ.· ὃ πάντων θαυμαστότατον ἀκοῦσαι Πλάτ. Συμπ. 220Α· θαυμαστὰ δρᾶν αὐτόθι 151Α· θαυμαστὸν ποιεῖς ὅτι …, Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 13· - μετ’ αἰτ., θαυμαστὸς τὸ κάλλος Πλάτ. Φαίδ. 110C· πᾶσαν ἀρετὴν ὁ αὐτ. Νόμ. 945Ε· μετὰ γεν., τῆς εὐσταθείας Πλούτ. Ποπλ. 14· τῆς ἐπιεικείας ὁ αὐτ. Περικλ. 39· μετὰ δοτ., πλήθει ὁ αὐτ. Καίσ. 6· ὡσαύτως, πρός τι ὁ αὐτ. 2. 980D· - ἀκολουθούμενον ὑπὸ ἀναφορικοῦ, θαυμαστὸν ὅσον …, Λατ. mirum quantum, Πλάτ. Θεαιτ. 150D, κτλ.· θαυμαστὸν ἡλίκον Δημ. 738. 20· πρβλ. θαυμάσιος· - ἑπομένου εἰ …, Ξεν. Συμπ. 4, 3· οὐδὲν θ., εἰ …, Πλάτ.· πρβλ. θαυμάζω Ι. 6. α. - Ἐπίρρ. -τῶς, Πλάτ. Νόμ. 633Β· θαυμαστῶς ὡς σφόδρα ὁ αὐτ. Πολ. 331Α· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ. Συμπ. 192Β, 220Α· θαυμαστὰ ὡς Σοφ. Ἀποσπ. 963, Εὐρ. Ι. Α. 943. ΙΙ. θαυμάσιος, ἔξοχος, πατήρ, υἱός, ὄλβος Πίνδ. Π. 3. 126., 4. 429., Ν. 9. 108· ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς …, ἀλλ’ εἴ τις βροτῶν θ. Σοφ. Ο. Κ. 1664· - εἰρωνικῶς, ὡς τὸ θαυμάσιος, πράξας μὲν εὖ, θ. ἂν γένοιτ’ ἀνὴρ Αἰσχύ. Πέρσ. 212· θ. καὶ γελοῖα Πλάτ. Θεαιτ. 145Β· ὦ θαυμαστὲ ὁ αὐτ. Πολιτ. 265Α· ὦ θαυμαστότατοι Ξεν. Ἀν. 7. 7, 10.

English (Slater)

θαυμαστός
   1 wonderful
   a of persons. Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη (O. 9.96) ἐκ δ' ἐγένοντο στρατὸς θαυμαστός (P. 2.47) ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ (P. 3.71) Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Αἰήτας) (P. 4.241)
   b of things. “θαυμαστὸς ὄνειρος” (P. 4.163) ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (P. 10.30) ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον (N. 9.45) θαυμαστὸν ὕμνον (I. 4.21) καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες θαυμασταὶ πέλονται (“eine der häufigen Umschreibungen für ‘siegen’, Schadewaldt, 271̆{1}) (I. 5.6)

English (Strong)

from θαυμάζω; wondered at, i.e. (by implication) wonderful: marvel(-lous).

English (Thayer)

θαυμαστή, θαυμαστόν (θαυμάζω), in Greek writings from (Homer (h. Cer. etc.)), Herodotus, Pindar down; (interchanged in Greek writings with θαυμάσιος, cf. Lob. Path. Elem. 2:341); wonderful, marvellous; i. e., a. worthy of pious admiration, admirable, excellent: Clement of Rome, 1 Corinthians 36,2 [ET]; for אַדִּיר, passing human comprehension: נִפְלָא, as causing amazement joined with terror: נורָא, marvellous i. e. extraordinary, striking, surprising: R G (see θαῦμα, 1); John 9:30.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM θαυμαστός, Μ και θαμαστός, Α ιων. τ. θωμαστός, -ή, -όν) θαυμάζω
αυτός που προκαλεί τον θαυμασμό, αξιοθαύμαστος, θαυμάσιος, εξαίρετος (α. «κατορθώματά τε θαυμαστὰ πραχθέντα ἔξ ἐκείνων», Διγεν.Ακρ.
β. «ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά», Ηρόδ.
γ. «θαυμαστός πατήρ», Πίνδ.)
μσν.
1. μτφ. δυσβάστακτος
2. το αρσ. ως ουσ. μτφ. ό θαυμαστός
ο γίγαντας
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θαυμαστά
α) αξιοθαύμαστες πράξεις, κατορθώματα
β) αξιοθέατα
μσν.-αρχ.
αυτός που δημιουργεί απορίες, παράξενος ή παράλογος, πρωτοφανής («θαυμαστά καὶ γελοῖα», Πλάτ.)
αρχ.
αξιολάτρευτοςοὐδείς μ' ἀρέσκει νυκτὶ θαυμαστὸς θεῶν», Ευρ.).
επίρρ...
θαυμαστώς και θαυμαστά (AM θαυμαστῶς και θαυμαστά)
με τρόπο θαυμαστό, αξιοθαύμαστα, υπέροχα, εκπληκτικά.

Greek Monotonic

θαυμαστός: Ιων. θωϋμ- ή θωμ-, -ή, -όν (θαυμάζωέξοχος, υπέροχος, εκπληκτικός, θαυμαστός, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· με αιτ., θαυμαστὸς τὸ κάλλος, σε Πλάτ.· με γεν., θαυμαστὸς τῆς ἐπιεικείας, σε Πλούτ.· με δοτ., πλήθει, στον ίδ.· ακολουθ. από αναφορ., θαυμαστὸν ὅσον, Λατ. mirum quantum, σε Πλάτ., κ.λπ.· θαυμαστὸν ἡλίκον, σε Δημ.· Επίρρ. -τῶς, θαυμαστῶς ὡς σφόδρα, σε Πλάτ.
II. θαυμάσιος, έξοχος, σε Πίνδ., Σοφ.

Middle Liddell

θαυμάζω
I. wondrous, wonderful, marvellous, Hhymn., Hdt., Attic:—c. acc., θαυμαστὸς τὸ κάλλος Plat.; c. gen., θ. τῆς ἐπιεικείας Plut.; c. dat., πλήθει Plut.:—foll. by a Relat., θαυμαστὸν ὅσον, Lat. mirum quantum, Plat., etc.; θαυμαστὸν ἡλίκον Dem.:—adv. -τῶς, θαυμαστῶς ὡς σφόδρα Plat.
II. admirable, excellent, Pind., Soph.

Chinese

原文音譯:qaumastÒj 滔馬士拖士
詞類次數:形容詞(7)
原文字根:希奇的
字義溯源:驚奇的,希奇的,奇妙的,奇怪的,奇,怪;源自(ἐκθαυμάζω / θαυμάζω)=驚奇);而 (ἐκθαυμάζω / θαυμάζω)出自(θαῦμα)=驚訝),但 (θαῦμα)又出自(θεάομαι)*=察看)
出現次數:總共(6);太(1);可(1);約(1);彼前(1);啓(2)
譯字彙編
1) 奇(1) 啓15:1;
2) 奇妙(1) 啓15:3;
3) 奇妙的(1) 彼前2:9;
4) 奇怪(1) 約9:30;
5) 希奇(1) 可12:11;
6) 看為希奇』(1) 太21:42

English (Woodhouse)

astonishing, extraordinary, strange, wonderful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)