ἴσχον
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
Russian (Dvoretsky)
ἴσχον: τό [part. sing. n к ἴσχω помеха, препятствие, задержка (τὸ ἴ. τῆς ῥοῆς Plat.; τὸ ἴ. τὴν πορείαν Xen.).