καλήμεναι

Revision as of 22:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Greek (Liddell-Scott)

καλήμεναι: Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ καλέω, Ἰλ. Κ. 125.

French (Bailly abrégé)

inf. prés. Act. épq. de καλέω.

Greek Monotonic

κᾰλήμεναι: Επικ. αντί καλεῖν, Ενεργ. απαρ. του καλέω.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλήμεναι: эп. inf. к καλέω.