καλήμεναι

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

French (Bailly abrégé)

inf. prés. Act. épq. de καλέω.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλήμεναι: эп. inf. к καλέω.

Greek (Liddell-Scott)

καλήμεναι: Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ καλέω, Ἰλ. Κ. 125.

Greek Monotonic

κᾰλήμεναι: Επικ. αντί καλεῖν, Ενεργ. απαρ. του καλέω.