καταστοναχέω

Revision as of 22:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A bewail, c. acc., AP7.574 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

καταστονᾰχέω: μετὰ στεναγμῶν θρηνῶ, μετ’ αἰτιατ., οἰκτρὰ κατεστονάχησαν ἑταῖροι κείμενον Ἀνθ. Π. 7. 574.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déplorer.
Étymologie: κατά, στοναχέω.

Greek Monotonic

καταστονᾰχέω: μέλ. -ήσω, θρηνώ με στεναγμούς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταστονᾰχέω: провожать со стонами, оплакивать (κείμενον Anth.).