κιχόρεια
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
[Seite 1444] Ar. fr. 281, u. κιχόρια, τά, dasselbe, Poll. 6, 62 u. a. Sp.; auch κιχορία, B. A. 105, 21. S. κιχώρη.
κῑχόρεια: ἡ цикорий Arph.