κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
κλαξῶ: Δωρ. μέλλ. τοῦ κλείω, Θεόκρ. 6. 32.
κλαξῶ: Theocr. fut. к κλείω I.