μάκιστος: Δωρ. ἀντὶ μήκιστος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάκιστος· πορρώτατος. ὄφελος ἔχοντα».
dor. c. μήκιστος.
μάκιστος, -η, -ον (Α)(δωρ. τ.) βλ. μήκιστος.
μάκιστος: Δωρ. αντί μήκιστος.
μάκιστος: (ᾱ) дор. Soph. = μήκιστος.