μεγαλομερῶς
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλομερῶς: великолепно, щедро (τινα δώροις τιμᾶν Polyb.).
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
μεγᾰλομερῶς: великолепно, щедро (τινα δώροις τιμᾶν Polyb.).