μοίριος

From LSJ
Revision as of 00:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source

Greek (Liddell-Scott)

μοίριος: -α, -ον, (μοῖρα) ὁ μεμοιραμένος, ὀφειλόμενος, τιμαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 24.

Russian (Dvoretsky)

μοίριος: назначенный, присвоенный, установленный (τιμαί Pind.).