διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
μοίριος: -α, -ον, (μοῖρα) ὁ μεμοιραμένος, ὀφειλόμενος, τιμαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 24.
μοίριος: назначенный, присвоенный, установленный (τιμαί Pind.).