μονοείδεια

Revision as of 00:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ,

   A uniformity, S.E.M.1.117.    II singularity, ib. 226.

German (Pape)

[Seite 203] ἡ, Einförmigkeit, Sext. Emp. adv. gramm. 117. 226.

Greek (Liddell-Scott)

μονοείδεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ μονοειδής, τὸ ὁμοιόμορφον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 117. ΙΙ. τὸ μοναδικόν, αὐτόθι 226. ― Ἐπίρρ., μονοειδῶς, ὁμοιομόρφως, Πτολεμ. Τετράβ. 120, Σέξτ. 757, 9, κλ.

Greek Monolingual

μονοείδεια, ἡ (Α) μονοειδής
ομοιομορφία.

Russian (Dvoretsky)

μονοείδεια:1) единообразие, однородность (sc. φθόγγου Sext.);
2) своеобразие, особенность (sc. τοῦ τρόπου Sext.).