ομοιομορφία
Greek Monolingual
η
1. ομοιότητα μορφής
2. (κρυσταλλ.) ο ομοιομορφισμός
3. βιολ. α) η ταυτότητα στη δομή, στη μορφή και στο μέγεθος μεταξύ δύο οντοτήτων του έμβιου κόσμου
β) το φαινόμενο κατά το οποίο άτομα που ανήκουν στο ίδιο ζωικό είδος εμφανίζονται υπό μία και μόνο μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοιόμορφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].