οἰνόληπτος
English (LSJ)
ον,
A possessed by wine, drunken, Plu.2.4b.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ οἴνου κατειλημμένος, μεμεθυσμένος, μέθυσος, Πλούτ. 2. 4Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pris de vin.
Étymologie: οἶνος, ληπτός.
Greek Monolingual
οἰνόληπτος, -όν (Α)
αυτός που έχει κυριευθεί από το κρασί, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. φρενό-ληπτος].
Russian (Dvoretsky)
οἰνόληπτος: опьяненный вином, пьяный Plut.