οἰστρόδονος
From LSJ
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
Greek (Liddell-Scott)
οἰστρόδονος: ἴδε οἰστροδίνητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. οἰστροδόνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.
Russian (Dvoretsky)
οἰστρόδονος: Aesch. = οἰστροδόνητος.