ὁλκαδικός

Revision as of 00:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A like a ship of burden, πλοῖον ὁ., = ὁλκάς, Arist.IA 710a19.

German (Pape)

[Seite 323] von der Art eines Lastschiffes, dazu gehörig, Arist. de incessu anim. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλκᾰδικός: -ή, -όν, ὁ ὅμοιος πρὸς ὁλκάδα, πλοῖον ὁλ. = ὁλκάς, Ἀριστ. π. Ζῴων Πορείας 10. 6.

Greek Monolingual

ὁλκαδικός, -ή, -όν (Α) ολκάς
1. αυτός που μοιάζει με ολκάδα
2. φρ. «πλοῑον ὁλκαδικόν» — η ολκάς.

Russian (Dvoretsky)

ὁλκαδικός: (о судне) грузовой (πλοῖον Arst.).