ὀπισθοφύλαξ

Revision as of 01:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A one who guards the rear : οἱ ὀ. the rearguard, ib.4.1.6, Ph.2.121, etc.

German (Pape)

[Seite 358] ακος, ὁ, der Wächter hinten, bes. beim Heere, zur Nachhut, zum Nachtrab gehörig, Xen. An. 4, 7, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τὸ ὄπισθεν μέρος, οἱ ὀπισθοφύλακες, οἱ τὴν ὀπισθοφυλακὴν ἀποτελοῦντες, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 6, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
soldat ou troupe d’arrière-garde.
Étymologie: ὄπισθεν, φύλαξ.

Greek Monolingual

ὀπισθοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
βλ. οπισθοφύλακας.

Greek Monotonic

ὀπισθοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που φρουρεί τα νώτα· οἱ ὀπισθοφύλακες, οπισθοφυλακή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀπισθοφύλαξ: ᾰκος adj. находящийся в арьергарде (ὁπλῖται Xen.).
ᾰκος ὁ солдат арьергарда Xen.