οπισθοφύλακας
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
Greek Monolingual
ο (Α ὀπισθοφύλαξ, -ακος)
1. στρατιώτης της οπισθοφυλακής, αυτός που φυλάει τα νώτα πορευόμενης στρατιωτικής φάλαγγας
2. στον πληθ. οι οπισθοφύλακες
η οπισθοφυλακή, οι ουραγοί
νεοελλ.
ποδοσφαιριστής του οποίου η αποστολή κατά τη διεξαγωγή του αγώνα είναι η άμυνα μπροστά από το τέρμα της ομάδας του, αλλ. μπακ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + φύλαξ, -ακος].