Ὀρθόπᾰγον: τό, ὀρθὸν ὕψωμα, ὄνομα βουνοῦ παρὰ τοὺς Θουρίους, Πλουτ. Σύλλ. 17.
Ὀρθόπᾰγον: τό Ортопаг (возвышенность в Беотии) Plut.