παλίνορτος

Revision as of 01:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον, (ὄρνυμι)

   A recurring, inveterate, μῆνις A.Ag.154(lyr.).

German (Pape)

[Seite 450] nach E. M. die eigentliche etymologisch richtige Form für das Vorige, ὁ πάλιν ὡρμημένος erkl., u. so steht Aesch. Ag. 153 παλίνορτος οἰκονόμος μῆνις, wo Schütz παλίνορσος ändert.

Greek (Liddell-Scott)

παλίνορτος: -ον, ὁ ἐξ ὑστέρου ὁρμώμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 154 πρβλ. παλίγκοτος· - περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. θέορτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’élance ou éclate de nouveau, qui se ravive (ressentiment, haine).
Étymologie: πάλιν, ὄρνυμαι.

Greek Monolingual

παλίνορτος, -ον (Α)
βλ. παλίνορσος.

Greek Monotonic

πᾰλίνορτος: -ον, = παλίνορσος, ορμώμενος ξανά, βαθιά ριζωμένος, πάγιος, μόνιμα αθεράπευτος, περίπου ίδιο με το παλίγ-κοτος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίνορτος: (ῐ) вновь вспыхивающий, т. е. неутолимый (μῆνις Aesch.).