τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
πακτός, ὁ (Α)(δωρ. τ.) βλ. πηκτός.
πακτός: Δωρ. αντί πηκτός.
πακτός: дор. = πηκτός.