πλάτυνσις

From LSJ
Revision as of 02:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλάτυνσις: -εως, ἡ, τὸ πλατύνειν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3. 11.

Russian (Dvoretsky)

πλάτυνσις: εως (ᾰ) ἡ расширение: πλείονος γενέσθαι πλατύνσεως Arst. увеличиться в объеме, расшириться.