πλουτογηθής
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
Russian (Dvoretsky)
πλουτογηθής: дор. πλουτογᾱθής 2 радующий своим богатством, т. е. богатый, пышный (μυχός Aesch.).