πλουτογαθής
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
πλουτογαθές, Dor. for πλουτογηθής, (γηθέω) delighting by or in riches, wealthy, μυχός A.Ch.801 (lyr., πλουταγαθῆ cod. M.).
German (Pape)
[Seite 638] ές, dor. statt πλουτογηθής, durch Reichtum erfreuend; μυχός, Aesch. Ch. 790, nach Turneb. Conj., die alte Lesart πλουταγαθής, vornehmreich, reich adelig, ist gegen das Versmaaß.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont l'opulence réjouit.
Étymologie: dor. pour *πλουτογηθής, de πλοῦτος et γηθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλουτογᾱθής -ές [πλοῦτος, γηθέω] Dor., van rijkdom bloeiend, rijk.
Russian (Dvoretsky)
πλουτογᾱθής: дор. = * πλουτογηθής.
Greek Monolingual
και πλουταγαθής, -ές, Α
1. αυτός που χαίρεται με τα πλούτη
2. αυτός που έχει άφθονα πλούτη, πάμπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -γᾱθής / -γηθής (< γῆθος< γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. μελιγαθής, πολυγαθής].
Greek Monotonic
πλουτογᾱθής: -ές, Δωρ. αντί -γηθής (γηθέω), αυτός που ευφραίνεται με τον πλούτο, πλούσιος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτογᾱθής: -ές, Δωρ. ἀντὶ -γηθής, (γηθέω) ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ πλούτῳ, πλούσιος, Αἰσχύλ. Χο. 801.