προσαντέλλω

Revision as of 02:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

poet. for προσανατέλλω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 750] poet. statt προσανατέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

προσαντέλλω: ποιητ. ἀντὶ προσανατέλλω, Εὐρ.

French (Bailly abrégé)

poét. c. προσανατέλλω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. προσανατέλλω.

Russian (Dvoretsky)

προσαντέλλω: Eur. = προσανατέλλω.