κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
πυρρᾰλίς: ἴδε πυραλίς.
-ίδος, ἡ, Αβλ. πυραλίς.
πυρραλίς: ίδος (ῐδ) ἡ Arst. = πυραλίς.