Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
[Seite 879] τό, Arist. poet. 21, Agath. 92 (VII, 578), = σιγύνη.
τὸ, Α
σιγύννης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σίγυνος / σιγύννης κατά τα ουδ.].
σίγῡνον: τό и σίγῡνος (ῐ) ὁ Arst., Anth. = σιγύνης.