εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
[Seite 902] ὁ, s. σκολόπαξ.
σκολῶπαξ: ᾰκος ὁ v. l. = σκολόπαξ.