Σουνιεύς
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
adj. m.
originaire ou habitant de Sounion.
Étymologie: Σούνιον.
Russian (Dvoretsky)
Σουνιεύς: έως ὁ уроженец или житель Суния Dem., Luc.