συμπαῖσδεν
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
συμπαῖσδεν: Δωρ. ἀντὶ συμπαίζειν, Θεόκρ. 11. 77.
συμπαῖσδεν: v. l. συμπαίσδεν дор. inf. к συμπαίζω.