σωτηρίως

Revision as of 04:25, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière salutaire : σωτηρίως ἔχειν PLUT être en convalescence.
Étymologie: σωτήριος.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. βλ. σωτήριος.

Russian (Dvoretsky)

σωτηρίως: на благо (τεταγμένως καὶ σ. Sext.): σ. ἔχειν Plut. быть на пути к выздоровлению, чувствовать себя хорошо.