σωματοφυλάκιον
English (LSJ)
τό,
A place where a body is guarded or kept, sepulchre, Luc. Cont.22.
German (Pape)
[Seite 1060] τό, Ort, wo der Leib bewahrt, bewacht wird, Gruft, Luc. Cont. 22.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοφῠλάκιον: τό, τόπος ἔνθα φυλάσσεται νεκρὸν σῶμα, τάφος, ἐκεῖνα πάντα νεκροδοχεῖα καὶ σωματοφυλάκιά εἰσι Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu où l’on garde un corps, caveau funéraire.
Étymologie: σῶμα, φυλακή.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. τάφος
2. σαρκοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φυλάκιον (< φύλαξ, -ακος)].
Greek Monotonic
σωμᾰτοφυλάκιον: τό (φυλακή), τόπος όπου φυλάσσεται νεκρό σώμα ανθρώπου, τάφος, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωμᾰτοφῠλάκιον -ου, τό [σωματοφύλαξ] lijkenbergplaats, graf.
Russian (Dvoretsky)
σωμᾰτοφῠλάκιον: τό гробница, усыпальница Luc.