Σωκρατίδιον

Revision as of 04:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

German (Pape)

[Seite 1059] τό, dim. von Σωκράτης, Ar. Nubb. 223.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
« cher petit Socrate, Socratounet ».
Étymologie: Σωκράτης.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. τ. του Σωκράτης.

Greek Monotonic

Σωκρατίδιον: τό, υποκορ. του Σωκράτη, Σωκρατάκη! σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Σωκρᾰτίδιον: (τῐ) τό [demin. к Σωκράτης Сократушка Arph.