τετράμορφος

Revision as of 04:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A four-shaped, fourfold, ὧραι τ. the four changing seasons, E.Fr.943; of Janus, Lyd.Mens.4.1.

German (Pape)

[Seite 1098] viergestaltig, von vierfacher Gestalt, Eur. frg. inc. 120.

Greek (Liddell-Scott)

τετράμορφος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας μορφάς, τετραπλοῦς, αἱ τέσσαρες μεταβαλλόμεναι ὧραι τοῦ ἐνιαυτοῦ, Εὐριπ. ἐν Ἀδήλ. 120.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις μορφές («τετράμορφοι ὧραι» — οι τέσσερεις μεταβαλλόμενες εποχές του έτους, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πεντά-μορφος].

Russian (Dvoretsky)

τετράμορφος: (ᾰ) четырехобразный, имеющий четыре различных характера (ὧραι Eur.).