τριακαίδεκα
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριακαίδεκα dertien.
Russian (Dvoretsky)
τριακαίδεκα: τά = τρεισκαίδεκα.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
τριακαίδεκα dertien.
τριακαίδεκα: τά = τρεισκαίδεκα.