Τροιζηνίς
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de Trézène.
Étymologie: Τροιζήν.
Russian (Dvoretsky)
Τροιζηνίς: ίδος adj. f трезенская (ἡ γῆ Thuc.).